Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Η εποχή του Ηράκλειου (610-717) [18]


10/2/11

Η εποχή του Ηράκλειου (610-717) [18]

Ο Ηράκλειος και οι άμεσοι διάδοχοί του αποτελούν μια δυναστεία αρμενικής, πιθανόν, προέλευσης. Αυτό τουλάχιστον μπορεί να συμπεράνει κανείς έχοντας υπόψη του τον Αρμένιο ιστορικό του 7ου αιώνα Sebeos, που θεωρείται σαν μια ανεκτίμητη πληροφοριακή πηγή για την εποχή του Ηρακλείου, και ο οποίος γράφει ότι η οικογένειά του συγγενεύει προς τον περίφημο αρμενικό οίκο των Αρσακίδων. Ο Ηράκλειος βασίλευσε από το 610 μέχρι το 641 και απέκτησε με την πρώτη του γυναίκα Ευδοκία ένα γιο, τον Κωνσταντίνο, ο οποίος βασίλευσε μετά το θάνατο του πατέρα του για λίγους μήνες, επειδή πέθανε κι αυτός το 641. Στην ιστορία είναι γνωστός ως Κωνσταντίνος Γ' (ένας από τους γιους του Μ. Κωνσταντίνου θεωρείται ως Κωνσταντίνος Β'). Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Γ' ανέβηκε στο θρόνο για μερικούς μήνες ο Ηρακληνάς, γιος του Ηράκλειου από τη δεύτερη γυναίκα του, την Μαρτίνα, ο οποίος εκθρονίστηκε το φθινόπωρο του 641, για να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας ο γιος του Κωνσταντίνου Γ', ο Κώνστας Β', ο οποίος βασίλευσε από το 641 μέχρι το 668. Η ελληνική μορφή του ονόματός του Κώνστας (λατινικά Constans), είναι πιθανόν υποκοριστικό του ονόματος Κωνσταντίνος, το οποίο αναφέρεται στα βυζαντινά νομίσματα, στα επίσημα Δυτικά στοιχεία της περιόδου αυτής, καθώς και σε μερικές πηγές βυζαντινής προέλευσης. Ο λαός τον ονόμαζε Κώνστα. Διάδοχός του υπήρξε ο δραστήριός του γιος Κωνσταντίνος Δ' (668-685), ο οποίος είναι γνωστός ως «Πωγωνάτος», αν κι οι σύγχρονοι ιστορικοί ονομάζουν έτσι τον πατέρα και όχι το γιο. Με τον θάνατο του Κωνσταντίνου Δ' (685) τελειώνει η καλύτερη περίοδος της δυναστείας του Ηρακλείου, αν και ο γιος του (ο τελευταίος της δυναστείας) Ιουστινιανός Β' ο «Ρινότμητος» βασίλευσε δυο φορές από το 685 μέχρι το 695 και από το 705 μέχρι το 711. Η περίοδος του Ιουστινιανού Β', χαρακτηριστική για τις πολλές θηριωδίες του, δεν έχει μελετηθεί ακόμα όσο πρέπει. Είναι όμως λογικό να υποθέσουμε ότι η σκληρή συμπεριφορά του αυτοκράτορα προς τους εκπροσώπους της αριστοκρατίας δεν οφειλόταν μόνο σε καθαρή αυθαιρεσία, αλλά και στην κρυφή δυσαρέσκεια των μελών εκείνων της αριστοκρατίας που, μη θέλοντας να συμβιβαστούν με την ισχυρή θέληση και την απολυταρχική πολιτική του Ιουστινιανού, αγωνίζονταν να τον εκθρονίσουν. Μερικά βιβλία μιλούν καθαρά για την ύπαρξη μιας παραδοσιακής εχθρικής τάσης κατά του Ιουστινιανού Β'. Εκθρονίστηκε το 685 και εξορίστηκε στη Χερσώνα της Κριμαίας, αφού «ερρινοκοπήθη και εγλωσσοκοπήθη». Διέφυγε όμως από εκεί και κατόρθωσε να νυμφευθεί την αδελφή του Χαγάνου των Χαζάρων. Αργότερα πέτυχε με τη βοήθεια των Βουλγάρων να πάρει πίσω τον θρόνο του Βυζαντίου και, όταν γύρισε στην πρωτεύουσα, έλαβε σκληρά μέτρα εναντίον όλων εκείνων που συντέλεσαν στην εκθρόνισή του. Η συμπεριφορά του όμως αυτή είχε σαν αποτέλεσμα το 711 μια επανάσταση, στη διάρκεια της οποίας σφαγιάστηκαν ο Ιουστινιανός και η οικογένειά του. Με το έτος 711 τελειώνει και η Δυναστεία του Ηρακλείου. Στο διάστημα της εξορίας του Ιουστινιανού βασίλευσαν δυο τυχαίοι αυτοκράτορες: ο στρατιωτικός Λεόντιος από την Ισαυρία (695-698) και ο Αψίμαρος, που πήρε το όνομα Τιβέριος μόλις ανέβηκε στο θρόνο (Τιβέριος Γ', 698-705). Μερικοί ιστορικοί τείνουν να δεχθούν τον Αψίμαχο-Τιβέριο ως Γοτθο-ελληνικής προέλευσης. Μετά τη βίαιη εκθρόνιση του Ιουστινιανού Β', το 711, για μια περίοδο έξι ετών (711-717) ανήλθαν στο θρόνο του Βυζαντίου τρεις τυχαίοι αυτοκράτορες: ο Αρμένιος Βάρδανης ή Φιλιππικός (711-713), ο Αρτέμιος που μετονομάστηκε σε Αναστάσιο Β' (713-715) και ο Θεοδόσιος Γ' (715-717). Η αναρχία που επικρατούσε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 695 τέλειωσε το 717 με την άνοδο στο θρόνο του περίφημου Λέοντα Γ', ο οποίος εγκαινίασε μια νέα εποχή στην ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ - ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΒΑΡΩΝ ΚΑΙ ΣΛΑΒΩΝ
Ο Ηράκλειος, ικανός και δραστήριος αυτοκράτορας, αποδείχθηκε (μετά τον τυραννικό Φωκά) ένας υποδειγματικός κυβερνήτης. Όπως λέει ο ποιητής Γεώργιος Πισίδης, που περιγράφει τις εκστρατείες του αυτοκράτορα στην Περσία καθώς και την εισβολή των Αβάρων, ο Φωκάς πίστευε ότι «η δύναμη πρέπει να δείχνεται πιο πολύ με την αγάπη παρά με τον φόβο».
«Ο Ηράκλειος», λέει ο Ostrogorsky, «υπήρξε ο δημιουργός του Μεσαιωνικού Βυζαντίου, του οποίου η οργάνωση είναι ρωμαϊκή, η γλώσσα και ο πολιτισμός ελληνικός και η πίστη χριστιανική».
Τα κατορθώματα του Ηρακλείου είναι ακόμα πιο σημαντικά επειδή την εποχή της ανόδου του στο θρόνο, η θέση της αυτοκρατορίας ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη. Οι Πέρσες απειλούσαν από την Ανατολή και οι Άβαροι και οι Σλάβοι από τον Βορρά, ενώ οι εσωτερικές υποθέσεις του κράτους, μετά την άτυχη βασιλεία του Φωκά, βρίσκονταν σε μια κατάσταση τέλειας αναρχίας. Ο νέος αυτοκράτορας δεν είχε ούτε χρήματα ούτε αρκετή στρατιωτική δύναμη, πράγμα που οδήγησε, κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του, την αυτοκρατορία σε μια μεγάλη κρίση.
Το 611 οι Πέρσες επιχείρησαν να υποτάξουν τη Συρία και κατέλαβαν την Αντιόχεια, δηλαδή την κυριότερη πόλη των ανατολικών επαρχιών του Βυζαντίου. Αμέσως μετά πολιόρκησαν τη Δαμασκό. Μόλις συμπλήρωσαν την κατάκτηση της Συρίας βάδισαν προς την Παλαιστίνη και το 614 άρχισαν την πολιορκία της Ιερουσαλήμ, η οποία κράτησε είκοσι μέρες. Μετά οι δυνάμεις των Περσών διέσπασαν τα τείχη και, όπως αναφέρει ένα βιβλίο, «οι σατανικοί εχθροί μπήκαν στην πόλη με μια μανία που έμοιαζε με τη λύσσα εξαγριωμένων θηρίων ή ερεθισμένων δράκων». Λεηλάτησαν την πόλη και κατέστρεψαν τους χριστιανικούς ναούς. Η εκκλησία του Αγίου Τάφου, την οποία έκτισε η μητέρα του Μ. Κωνσταντίνου, γυμνώθηκε από τους θησαυρούς της και μετά πυρπολήθηκε, ενώ οι Χριστιανοί υπέστησαν τρομερά μαρτύρια και σφαγές. Οι Ιουδαίοι της Ιερουσαλήμ ενώθηκαν με τους Πέρσες και έλαβαν μέρος στις σφαγές, στη διάρκεια των οποίων σύμφωνα με μερικές πληροφορίες χάθηκαν 60.000 Χριστιανοί. Πολλοί θησαυροί της Αγίας Πόλης μεταφέρθηκαν στην Περσία και ένα από τα πιο πολύτιμα λείψανα της χριστιανοσύνης, ο Τίμιος Σταυρός, μεταφέρθηκε στην Κτησιφώνα. Αρκετοί αιχμάλωτοι στάλθηκαν στην Περσία, συμπεριλαμβανομένου του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ζαχαρία.
Η καταστρεπτική αυτή κατάκτηση της Παλαιστίνης από τους Πέρσες, καθώς και η λεηλασία της Ιερουσαλήμ, αποτελούν ένα μεταβατικό σταθμό στην ιστορία της επαρχίας αυτής.
«Τέτοια καταστροφή», γράφει ο Kondakov, «δεν είχε ακουστεί από την εποχή της κατάκτησης της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο. Τη φορά όμως αυτή η συμφορά δεν μπορούσε πια να επανορθωθεί. Ποτέ πια η πόλη αυτή δεν γνώρισε παρόμοια με τη λαμπρή εποχή του Κωνσταντίνου, περίοδο και τα περίφημα κτίρια της, όπως το τζαμί του Ομάρ, ποτέ πια δεν άφησαν εποχή στην ιστορία. Από εδώ και εμπρός η πόλη και τα κτίρια της παράκμαζαν σταθερά, βήμα προς βήμα. Ακόμα και οι Σταυροφορίες προκάλεσαν στην Ιερουσαλήμ μόνο βλάβη, ταραχή και εκφυλισμό. Η περσική εισβολή απομάκρυνε αμέσως από την Παλαιστίνη την επιρροή του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Κατέστρεψε τη γεωργία, ερήμωσε τις πόλεις, κατέστρεψε μόνιμα ή πρόσκαιρα πολλά μοναστήρια και λαύρες και διέκοψε κάθε εμπορική πρόοδο. Η εισβολή αυτή απάλλαξε επίσης τις ληστρικές αραβικές φυλές από το φόβο που είχαν, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να σχηματίζουν την ενότητα εκείνη που έκανε δυνατές τις μεταγενέστερες επιθέσεις τους. Από εδώ και στο εξής η πρόοδος της χώρας σταματά και η Παλαιστίνη εισέρχεται στην ανήσυχη περίοδο, που πολύ φυσικά θα μπορούσε να ονομαστεί Μεσαιωνική περίοδος, εάν δεν διαρκούσε μέχρι της εποχή μας».
Η ευκολία με την οποία κατέκτησαν οι Πέρσες τη Συρία και την Παλαιστίνη, μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από τις θρησκευτικές συνθήκες αυτών των επαρχιών. Η πλειοψηφία του πληθυσμού, κυρίως στη Συρία, δε δεχόταν την επίσημη Ορθόδοξη πίστη, την οποία υποστήριζε το κράτος. Οι Νεστοριανοί και αργότερα οι Μονοφυσίτες των επαρχιών αυτών πιέζονταν πολύ από την κυβέρνηση του Βυζαντίου και συνεπώς φυσικά προτιμούσαν την κυριαρχία των Περσών, στη χώρα των οποίων οι Νεστοριανοί απολάμβαναν σχετική θρησκευτική ελευθερία.
Η περσική εισβολή δεν περιορίστηκε μόνο στη Συρία και την Παλαιστίνη. Μέρος του περσικού στρατού, αφού διέσχισε τη Μ. Ασία, κατέλαβε τη Χαλκηδόνα, στη θάλασσα του Μαρμαρά, κοντά στο Βόσπορο και στρατοπέδευσε στη Χρυσούπολη (στο σημερινό Σκουτάρι) απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, ενώ ένα άλλο μέρος του στρατού προχωρούσε για να κατακτήσει την Αίγυπτο. Η Αλεξάνδρεια έπεσε πιθανόν το 618 ή το 619. Στην Αίγυπτο, ακριβώς όπως στη Συρία και την Παλαιστίνη, οι Μονοφυσίτες πρόθυμα προτίμησαν την περσική από τη βυζαντινή κυριαρχία.
Η απώλεια της Αιγύπτου υπήρξε για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία ένα πολύ βαρύ χτύπημα, επειδή η Αίγυπτος αποτελούσε τον σιτοβολώνα της Κωνσταντινούπολης. Η διακοπή της αποστολής σίτου από την Αίγυπτο είχε βαρύ αντίκτυπο στην οικονομική ζωή της πρωτεύουσας.
Συγχρόνως όμως με τις βαριές απώλειες που προκλήθηκαν στο Νότο και στην Ανατολή από τους Πέρσες, παρουσιάστηκε από το Βορρά μια άλλη μεγάλη απειλή για το Βυζάντιο. Οι Αβαρο-σλαβικές ορδές της Βαλκανικής χερσονήσου, υπό την αρχηγία του Χαγάνου των Αβάρων, προχώρησαν προς τα νότια, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τις νότιες επαρχίες. Η επίθεση αυτή δεν ήταν μια οργανωμένη εκστρατεία, αλλά μάλλον μια σειρά επιδρομών που προμήθευσαν στον Χαγάνο πολλούς αιχμαλώτους καθώς και πλούσια λάφυρα, που μετέφερε στο Βορρά.
Οι επιδρομές αυτές αναφέρονται από τον σύγχρονο του Ηρακλείου Ισίδωρο, Επίσκοπο της Σεβίλλης, ο οποίος παρατηρεί στο χρονικό του ότι στις αρχές της βασιλείας του Ηρακλείου οι Σλάβοι αφήρεσαν από τους Βυζαντινούς την Ελλάδα, ενώ η Πέρσες κατέκτησαν τη Συρία, την Αίγυπτο και πολλές άλλες επαρχίες.
Την ίδια περίπου εποχή (624) το Βυζάντιο έχανε τις τελευταίες του κτήσεις στην Ισπανία, όπου οι Βησιγότθοι συμπλήρωσαν τις κατακτήσεις τους, κάτω από την καθοδήγηση του βασιλιά τους Σουινθίλα. Οι Βαλεαρίδες νήσοι παρέμειναν στα χέρια του Ηρακλείου.
Υπερνικώντας τους δισταγμούς του ο αυτοκράτορας αποφάσισε να πολεμήσει την Περσία. Αντιμετωπίζοντας δε τις ελλείψεις του θησαυροφυλακίου, ο Ηράκλειος κατέφυγε στους θησαυρούς των εκκλησιών της πρωτεύουσας και των επαρχιών και διέταξε να γίνουν με αυτούς ένας μεγάλος αριθμός χρυσών και αργυρών νομισμάτων. Καθώς προέβλεπε, θα μπορούσε να απομακρύνει την απειλή του Χαγάνου των Αβάρων στο Βορρά, στέλνοντάς του εκλεκτούς ομήρους και ένα μεγάλο ποσό χρημάτων. Την άνοιξη του 622 ο Ηράκλειος πέρασε στη Μ. Ασία όπου στρατολόγησε ένα μεγάλο αριθμό στρατιωτών, τους οποίους εκπαίδευσε αρκετούς μήνες. Η εκστρατεία κατά των Περσών, που αποσκοπούσε στην ανάκτηση του Τιμίου Σταυρού και της Ιερής Πόλης της Ιερουσαλήμ, πήρε τη μορφή Σταυροφορίας.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πιθανόν ότι ο Ηράκλειος έκανε τρεις εκστρατείες κατά των Περσών, μεταξύ των ετών 622 και 628, οι οποίες υπήρξαν εξαιρετικά επιτυχείς. Ένας σύγχρονός του ποιητής, ο Γεώργιος Πισίδης, συνέθεσε τον επινίκιο ύμνο, στον οποίον έδωσε τον τίτλο «Ηρακλειάς», ενώ σ’ ένα άλλο ποίημα του (την «Εξαήμερο») σχετικό με τη δημιουργία του κόσμου, υπαινίσσεται τον εξαετή πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου ο Ηράκλειος νίκησε τους Πέρσες. Ο ιστορικός Θ. Ουσπένσκι συγκρίνει τον πόλεμο του Ηρακλείου με τις ένδοξες εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου. Ο Ηράκλειος εξασφάλισε τη βοήθεια των φυλών του Καυκάσου και έκανε μια συμμαχία με τους Χαζάρους, Οι βόρειες επαρχίες της Περσίας, που συνόρευαν με τον Καύκασο, αποτέλεσαν μια από τις κύριες περιοχές στρατιωτικής δράσης του αυτοκράτορα.
Ενώ ο αυτοκράτορας έλλειπε, οδηγώντας το στρατό του στις μακρινές εκστρατείες του, η πρωτεύουσα αντιμετώπισε έναν πολύ σοβαρό κίνδυνο. Ο Χαγάνος των Αβάρων παρέβη τη συμφωνία του με τον αυτοκράτορα και το 626 προχώρησε προς την Κωνσταντινούπολη με τεράστιες ορδές Αβάρων και Σλάβων. Επίσης έκανε συμφωνία με τους Πέρσες, οι οποίοι έστειλαν αμέσως μέρος του στρατού τους στη Χαλκηδόνα. Οι Αβαρο-σλαβικές ορδές πολιόρκησαν την πρωτεύουσα, προς μεγάλο φόβο του λαού, αλλά η φρουρά της πόλης πέτυχε να αποκρούσει την επίθεση και να τρέψει σε φυγή τον εχθρό. Μόλις οι Πέρσες έμαθαν την αποτυχία αυτή των Αβάρων, απέσυραν το στρατό τους από τη Χαλκηδόνα και τον κατεύθυναν προς τη Συρία. Η νίκη του Βυζαντίου κατά των Αβάρων, μπροστά στην Κωνσταντινούπολη, το 626 υπήρξε μια από τις κύριες αιτίες της εξασθένησης του άγριου βασιλείου των Αβάρων.
Στο μεταξύ, κατά τα τέλη του 627, ο Ηράκλειος κατάνίκησε τους Πέρσες σε μια μάχη που έγινε κοντά στα ερείπια της αρχαίας Νινευή και προχώρησε στις κεντρικές επαρχίες της Περσίας από όπου συνέλεξε πλούσια λάφυρα. Στη συνέχεια έστειλε στην Κωνσταντινούπολη μια θριαμβευτική προκήρυξη η οποία περιέγραφε τις επιτυχίες κατά των Περσών, ενώ συγχρόνως ανήγγειλε το τέλος του πολέμου και τη λαμπρή του νίκη. «Το 629 συμπληρώθηκε η νίκη του Ηρακλείου, του οποίου η μεγαλοφυΐα σαν ήλιος σκόρπισε το σκοτάδι που απλωνόταν πάνω από την αυτοκρατορία, ανοίγοντας μπροστά στα μάτια όλων μια ένδοξη εποχή ειρήνης και μεγαλοπρέπειας. Ο αιώνιος και φοβερός εχθρός (οι Πέρσες) καταβλήθηκε για πάντα, ενώ στον Δούναβη οι ισχυροί Άβαροι παράκμαζαν γρήγορα. Ποιος μπορούσε πια να αντισταθεί στο στρατό του Βυζαντίου; Ποιος μπορούσε να απειλήσει την αυτοκρατορία;». Την εποχή αυτή εκθρονίστηκε και σκοτώθηκε ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης, ο δε διάδοχός του Σιρόης άρχισε διαπραγματεύσεις ειρήνης με τον Ηράκλειο. Με βάση τη συμφωνία τους, οι Πέρσες επέστρεψαν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία τις επαρχίες της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, καθώς και τον Τίμιο Σταυρό.
Ο Ηράκλειος επέστρεψε θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα και το 630 μαζί με τη σύζυγό του Μαρτίνα πήγε στην Ιερουσαλήμ όπου αποκατέστησε τον Τίμιο Σταυρό στην παλιά του θέση, προς μεγάλη χαρά όλου του χριστιανικού κόσμου.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι η νίκη του Ηρακλείου κατά των Περσών αναφέρεται και στο Κοράνι, όπου τονίζεται ότι «οι Έλληνες νικήθηκαν από τους Πέρσες... αλλά, μετά την ήττα τους, σε λίγα χρόνια, θα νικήσουν και αυτοί με τη σειρά τους».

ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ
Οι περσικοί πόλεμοι είναι ένας πολύ σημαντικός σταθμός της ιστορίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Από τις δύο κύριες δυνάμεις του κόσμου στις αρχές του Μεσαίωνα, δηλαδή τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και την Περσία, η δεύτερη έχασε τελείως την παλιά της δύναμη και έγινε ένα ασθενικό κράτος που γρήγορα έπαψε να υπάρχει πολιτικά, μετά από τις επιθέσεις των Αράβων. Η ένδοξη Βυζαντινή αυτοκρατορία έδωσε το τελικό χτύπημα στον ισχυρό της εχθρό, απέκτησε όλες τις ανατολικές επαρχίες που είχε χάσει, απέδωσε στον χριστιανικό κόσμο τον Τίμιο Σταυρό και ελευθέρωσε την πρωτεύουσά της από τη φοβερή απειλή των Αβαρο-σλαβικών ορδών. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία φαινόταν να βρίσκεται στο κατακόρυφο της δόξας της. Ο βασιλιάς των Ινδιών έστειλε στον Ηράκλειο τα συγχαρητήριά του για τη νίκη του κατά των Περσών, μαζί με μια μεγάλη ποσότητα πολύτιμων λίθων. Ο βασιλιάς των Φράγκων έστειλε επίσης ειδικούς απεσταλμένους για να κλείσει μια διαρκή ειρήνη με την αυτοκρατορία. Τελικά, το 630, η βασίλισσα της Περσίας έστειλε ειδική πρεσβεία στον Ηράκλειο μέσω της οποίας έκανε μια τυπική ειρήνη.
Ο Ηράκλειος πήρε επίσημα το όνομα «βασιλεύς», για πρώτη φορά το 629, ύστερα από την επιτυχία του πολέμου του κατά των Περσών. Ο τίτλος αυτός χρησιμοποιείτο για πολλούς αιώνες στην Ανατολή, κυρίως στην Αίγυπτο, και τον 4ο αιώνα έγινε συνήθης στα μέρη εκείνα της αυτοκρατορίας όπου μιλούσαν την ελληνική. Ποτέ όμως προηγουμένως δεν είχε γίνει δεκτός ως επίσημος τίτλος. Μέχρι τον 7ο αιώνα χρησιμοποιείτο ο αντίστοιχος προς το λατινικό imperator, ελληνικός τίτλος αυτοκράτορας, ο οποίος όμως δεν ανταποκρίνεται ετυμολογικά προς το imperator. Ο μόνος ξένος αρχηγός κράτους στον οποίον ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου συγκατατέθηκε να δώσει τον τίτλο βασιλεύς (με εξαίρεση τον βασιλιά της Αβησσυνίας) ήταν ο βασιλιάς της Περσίας.
Ο Bury γράφει σχετικά ότι «εφόσον υπήρχε ένας μεγάλος, ανεξάρτητος βασιλιάς έξω από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, οι αυτοκράτορες απέφευγαν να υιοθετήσουν έναν τίτλο τον οποίον μπορούσε να φέρει άλλος μονάρχης. Αλλά μόλις ο μονάρχης αυτός μεταβλήθηκε σε υποτελή ο αυτοκράτορας, δίδοντας κάποια επισημότητα στο γεγονός αυτό, πήρε επίσημα τον τίτλο, ο οποίος για αρκετούς αιώνες του είχε ανεπίσημα δοθεί».

ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ
Οι επαρχίες της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, με τον Μονοφυσιτικό κυρίως πληθυσμό τους, έθεσαν και πάλι επί τάπητος το οδυνηρό και τόσο σημαντικό ζήτημα των σχέσεων κράτους και Μονοφυσιτών. Οι μακροχρόνιοι και έντονοι αγώνες του Ηράκλειου εναντίον των Περσών, παρά τα λαμπρά τους αποτελέσματα, εξασθένησαν για ένα διάστημα τη στρατιωτική δύναμη του Βυζαντίου λόγω της σοβαρής απώλειας σε άνδρες και λόγω της οικονομικής εξάντλησής του. Η αυτοκρατορία επίσης δεν απόλαυσε την τόσο αναγκαία γι’ αυτήν περίοδο ανάπαυσης, επειδή αμέσως μετά το τέλος του Περσικού πολέμου παρουσιάστηκε μια φοβερή απειλή, τελείως απροσδόκητη, που δεν έγινε αρχικά καλά αντιληπτή. Η απειλή αυτή προερχόταν από τους Άραβες, οι οποίοι δημιούργησαν μια νέα περίοδο στην παγκόσμια Ιστορία με τις επιθέσεις τους κατά του Βυζαντίου και της Περσίας.

ΔΕΝ ΥΠΆΡΧΟΥΝ ΣΧΌΛΙΑ:

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Ι.Μ.Πειραιώς: Θεολογικὸ σχόλιο στὸ ἄρθρο τοῦ Μεγ. Πρωτοπρ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κ. Γεωργίου Τσέτση μὲ τίτλο «Ἡ ἄγνωστη στὴν Ἑλλάδα πλευρὰ τῆς Οἰκουμενικῆς κίνησης».


8 Απρ 2013

Ι.Μ.Πειραιώς: Θεολογικὸ σχόλιο στὸ ἄρθρο τοῦ Μεγ. Πρωτοπρ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κ. Γεωργίου Τσέτση μὲ τίτλο «Ἡ ἄγνωστη στὴν Ἑλλάδα πλευρὰ τῆς Οἰκουμενικῆς κίνησης».


᾿Εν Πειραιεῖ τῇ 18 Ἀπριλίου 2013
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Θεολογικὸ σχόλιο στὸ ἄρθρο τοῦ Μεγ. Πρωτοπρ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κ. Γεωργίου Τσέτση μὲ τίτλο «Ἡ ἄγνωστη στὴν Ἑλλάδα πλευρὰ τῆς Οἰκουμενικῆς κίνησης».
Μὲ μεγάλη ἔκπληξη εἴδαμε δημοσιευμένη στὸ διαδίκτυο ἄρθρο τοῦ Μεγ. Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Τσέτση, στὸ ὁποῖο σχολιάζει, στὴν οὐσία λογοκρίνει, τὴν ἐγκύκλιο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. Σεραφεὶμ ἐπὶ τῇ εὐκαιρία τῆς Κυριακῆς της Ὀρθοδοξίας. Ἐπειδὴ τὸ ἄρθρο τοῦ ὡς ἄνω κληρικοῦ ἀδικεῖ τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο τῆς ἐγκυκλίου τοῦ Σεβασμιωτάτου, θεωρήσαμε ἀναγκαῖο, νὰ προχωρήσουμε στὸν σχολιασμό, ποὺ ἐπακολουθεῖ, ὄχι γιατί ἐλπίζουμε νὰ πείσουμε τὸν συγγραφέα σὲ κάποιες ἀλήθειες, ἀλλὰ κυρίως γιὰ νὰ διαφωτίσουμε τοὺς ἀναγνῶστες ἐκείνους, ποὺ ἔτυχε νὰ διαβάσουν τὸ ἄρθρο του καὶ προβληματίστηκαν πάνω στοὺς ἰσχυρισμούς του.

Κατ’ ἀρχὴν ὁ π. Γεώργιος ἀμφισβητεῖ ὁποιαδήποτε σχέση συνεργασίας καὶ συμπορεύσεως μεταξύ του Σιωνισμοῦ (καὶ τοῦ ἐκτελεστικοῦ βραχίονός του, τῆς Μασωνίας) μὲ τὸν Οἰκουμενισμό. Ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ Σεβασμιωτάτου ὅτι «ὑπάρχει ἕνα προκαθορισμένο σχέδιο ἑνώσεως», τὸ ὁποῖο προωθεῖ ἡ Μασωνία καὶ ὁ Διεθνὴς Σιωνισμὸς καὶ τὸ ὁποῖο ἀποσκοπεῖ στὴν ἕνωση ὅλων των ἁπανταχοῦ της γῆς ὁμολογιῶν καὶ θρησκειῶν σὲ μιὰ «πανθρησκεία μὲ ἀρχηγὸ τὸν αἱρεσιάρχη Πάπα τῆς Ρώμης ὁ ὁποῖος θὰ παραδώσει τὴν παγκόσμια ἐξουσία στὸν Ἀντίχριστο» εἶναι κατὰ τὸν συγγραφέα «τραβηγμένος ἀπὸ τὰ μαλλιά». Τὸ ὡς ἄνω σχέδιο ἑνώσεως εἶναι ἕνα «παράδοξο καὶ ξενίζον μακιαβελικὸ σχέδιο», ἀποτελεῖ δὲ «σενάριο», μὴ ἔχον ἐρείσματα ἀπὸ ἔγκυρες πηγές. Παρὰ κάτω προσθέτει, ὅτι ὁ ἰσχυρισμὸς «ὅτι πίσω ἀπὸ κάθε οἰκουμενιστικὴ ἐνέργεια βρίσκεται ὁ δάκτυλος τοῦ Σιωνισμοῦ» εἶναι «ἕωλος». Ἀπόδειξις οἱ μύδροι «ποὺ ἐκτοξεύουν, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 ἤδη, διάφορα Σιωνιστικὰ κέντρα κατὰ τοῦ ΠΣΕ…». Κατ’ ἀρχὴν διαφεύγει τῆς προσοχῆς τοῦ π. Γεωργίου τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ὡς ἄνω ἐγκύκλιος δὲν ἀποτελεῖ ἐπιστημονικὴ διατριβή, ὥστε νὰ ὑπάρχη ἡ ἀναγκαιότης παραπομπῶν σὲ πηγές, ἀλλὰ ἔχει σκοπὸ καθαρὰ ποιμαντικό, ἀποβλέπει δηλαδὴ στὴν ἐνημέρωση καὶ πνευματικὴ οἰκοδομὴ τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας του. Αὐτὸ καθόλου δὲν σημαίνει, ὅτι δὲν ὑπάρχουν οἱ πηγὲς καὶ ὅτι  οἱ ἰσχυρισμοὶ αὐτοὶ ἀποτελοῦν  «σενάριο», ἀποκύημα  φαντασίας. Μεταξὺ Σιωνισμοῦ καὶ Οἰκουμενισμοῦ ὑπάρχει στενώτατη σχέσις καὶ παράλληλη πορεία. Καὶ τοῦτο διότι, ὅπως θὰ ἀποδειχθῆ στὴ συνέχεια, οἱ ἐπιδιώξεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, (Διαχριστανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ) ἐξυπηρετοῦν ἄριστα τα σχέδια τοῦ Διεθνοῦς Σιωνισμοῦ. Ὅπως ἀποκαλύπτουν οἱ ἴδιοι οἱ Σιωνιστὲς στὰ «Πρωτόκολλα τῶν Σοφῶν τῆς Σιών»: «Δὲν θὰ ἀναγνωρίσωμεν», γράφουν, «τὴν ὕπαρξιν ἄλλης θρησκείας πλὴν τοῦ ἑνὸς θεοῦ ἠμῶν, μὲ τὸν ὁποῖον ἡ εἱμαρμένη μας εἶναι συνδεδεμένη…Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς ὀφείλομεν νὰ καταστρέψωμεν πᾶσαν πίστιν» (Πρωτόκολλα κεφ. ΙΔ΄). Σὲ ἄλλο σημεῖο γράφουν: «Ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων θὰ εἶναι ὁ ἀληθὴς πάπας τῆς οἰκουμένης, ὁ πατριάρχης τῆς Διεθνοῦς Ἐκκλησίας» (Πρωτόκολλα κεφ. ΙΖ΄). Πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἀείμνηστος π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος: «Ἀλλὰ δι’ αὐτὴν τὴν ‘Διεθνῆ Ἐκκλησίαν’, ὡς γνωστὸν ἀγωνίζεται καὶ ὁ Οἰκουμενισμός. Διότι μὲ τὸ ἑνωτικὸ πρόβλημα, ποὺ ἔχει δημιουργήσει, προχωρεῖ ἀκάθεκτα στὴν καταστροφὴ τῆς πίστεως, στὴν ἐκθεμελίωση τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν δημιουργίαν μιᾶς ‘παγκοσμίου Ἐκκλησίας’ καὶ μιᾶς παγκοσμίου θρησκείας».[1] Πιὸ συγκεκριμένα ὁ Οἰκουμενισμὸς ἐπιδιώκει τὴν σύγκλιση ὅλων των χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καὶ τῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν, σὲ πρῶτο στάδιο σὲ διαχριστιανικὸ ἐπίπεδο καὶ κατόπιν σὲ διαθρησκειακό, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν δημιουργία μιᾶς πανθρησκείας. Ἡ σύγκλισις αὐτὴ βλέπουμε ἤδη, νὰ πραγματοποιεῖται στὶς μέρες μας μὲ τὶς συμπροσευχές, τοὺς Διαχριστιανικοὺς καὶ Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους, μὲ τὸν ὑπερτονισμὸ τῆς ἀγάπης καὶ τὴν ὑποβάθμιση τῶν δογματικῶν διαφορῶν, τὴν ἀνοικοδόμηση πανθρησκειακῶν ναῶν (ὅπως αὐτὸς ποὺ πρόκειται νὰ ἀνοικοδομηθῆ προσεχῶς στὸ Βερολίνο), μὲ τὴν προώθηση κοινῆς συνεργασίας καὶ ἀλληλεγγύης μεταξὺ ὁμολογιῶν καὶ θρησκειῶν γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση παγκοσμίων κοινωνικῶν προβλημάτων, τὴν προώθηση τῆς παγκοσμίου εἰρήνης κ.λ.π. Πίσω ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτὰ κρύπτονται ἐμφανεῖς καὶ ἀφανεῖς κύκλοι τοῦ Διεθνοῦς Σιωνιστικοῦ Συστήματος, ποὺ στοχεύουν στὴν ἐνοποίηση σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο της πολιτικῆς, τῆς οἰκονομικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς τῆς ἀνθρωπότητος. Τὸ δὲ ΠΣΕ ἱδρύθηκε ἀκριβῶς τὴν ἴδια ἐκείνη χρονικὴ περίοδο, ὅταν μπῆκαν οἱ βάσεις γι’ αὐτὴ τὴν ἰσοπέδωση. Ἐὰν λοιπὸν τὰ ἴδια τὰ γεγονότα κραυγάζουν ἀπὸ μόνα τους, «τί χρείαν ἔχομεν μαρτύρων», ἢ ἄλλων μαρτυριῶν ἀπὸ ἄλλες πηγές; Τὸ φαινόμενο αὐτὸ τοῦ δογματικοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ μὲ στόχο τὴν ἐπίτευξη μιᾶς παγκόσμιας θρησκείας εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν, τὰ ὁποῖα ὡστόσο μποροῦν, νὰ διακρίνουν μόνον ὅσοι ἔχουν καθαρούς τούς ψυχικούς των ὀφθαλμούς, μόνον ὅσοι ἔχουν ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὴν σκοτεινὴ καὶ ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐὰν στὸ παρελθὸν ὑπῆρξαν ἀντιπαραθέσεις καὶ «μύδροι» ἀπὸ διάφορα Σιωνιστικὰ κέντρα κατὰ τοῦ ΠΣΕ γιὰ διάφορους λόγους, αὐτὸ δὲν ἀναιρεῖ τὴν παράλληλη πορεία καὶ συμπόρευση τῶν δύο αὐτῶν ὀργανισμῶν, τουλάχιστον σὲ θρησκευτικὸ ἐπίπεδο. Οἱ ἀντιπαραθέσεις παρατηρήθηκαν σὲ θέματα πολιτικῆς φύσεως, τὰ ὁποῖα βέβαια δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἀπασχολήσουν, διότι ξεφεύγουν ἀπὸ τὰ ὅρια καὶ τὸν σκοπὸ αὐτοῦ του ἄρθρου.
Στὴ συνέχεια ὁ π. Γεώργιος σχολιάζει τὴν φράση τῆς ἐγκυκλίου: «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πάντοτε ἀντιστέκεται σταθερά, ἀταλάντευτα καὶ ἀκλόνητα στὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ ἀποτελεῖ ἰσχυρὸ ἀντιοικουμενιστικὸ προπύργιο». Πιστεύει, ὅτι ὁ παρὰ πάνω «ἀφορισμὸς εἶναι ὑπερβολικὸς» καὶ «ἀναληθής». Καὶ τοῦτο διότι «ἡ ἱστορία καταδεικνύει ὅτι ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὄχι μόνο δὲν ἀντέστη στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, καθὼς διατείνεται ἡ Ἐγκύκλιος, ἀλλὰ τουναντίον, μὲ τὴν συμβολὴ κορυφαίων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν στελεχῶν της, ὅπως οἱ Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπαδόπουλος…, εἶχε ἐνεργὸ συμμετοχὴ σ’ αὐτήν, ἀπὸ τὶς πρῶτες ἤδη μέρες τῆς ἐμφανίσεώς της στὸ ἐκκλησιαστικὸ προσκήνιο τὴν δεκαετία τοῦ 1920. Καὶ ἀργότερα, τὸ 1948, ὑπῆρξε μαζὶ μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἕνα ἀπὸ τὰ τρία Ὀρθόδοξα ἰδρυτικὰ μέλη τοῦ ΠΣΕ». Παρὰ κάτω προσθέτει, ὅτι «ἐπρόκειτο (καὶ πρόκειται) γιὰ μιὰ συνειδητὴ συμμετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σὲ ἕνα διάλογο ὁ ὁποῖος στοχεύει στὴν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν, στὴν ἄμβλυνση τῶν θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιολογικῶν διαφορῶν τους, καὶ στὴν προώθηση τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητος». Δὲν ἀμφισβητοῦμε βέβαια τὴν συμμετοχὴ τῶν προσώπων, τὰ ὁποῖα μνημονεύει ἐδῶ ὁ π. Γεώργιος στοὺς Διαλὸγοὺς μὲ τὶς Προτεσταντικὲς Ὁμολογίες στὰ πλαίσια τοῦ ΠΣΕ. Ὡστόσο ἀγνοεῖ ἢ θέλει νὰ ἀγνοεῖ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν εἶναι μόνον οἱ Ἱεράρχες, ποὺ συγκροτοῦν τὸ σῶμα τῆς Ἱεραρχίας, οὔτε μόνον οἱ ἀκαδημαϊκοὶ διδάσκαλοι, τοὺς ὁποίους μνημονεύει στὸ ἄρθρο του. Εἶναι ἐπίσης καὶ ὁ ὑπόλοιπος κλῆρος καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ ἀντίστασις, γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο ἡ Ἐγκύκλιος, χωρὶς βέβαια νὰ παραθεωροῦνται καὶ περιπτώσεις Ἱεραρχῶν καὶ ἀρχιεπισκόπων, ποὺ ἀντετάχθησαν καὶ ἐπολέμησαν καὶ συνεχίζουν νὰ πολεμοῦν μέχρι σήμερα, τὸν Οἰκουμενισμό. Θὰ παραθέσουμε ὀλίγα μόνον, ἀντιπροσωπευτικῶς, στοιχεῖα καὶ τεκμήρια αὐτῆς τῆς ἀντιστάσεως καὶ τοῦ ἀγῶνος, ποὺ ἀποδεικνύουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές.
Αὐτὴ καθ’ ἐαυτὴν ἡ ἔνταξις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὸ ΠΣΕ συνάντησε ἰσχυρὲς ἀντιδράσεις ἀπὸ κορυφαίους ἀκαδημαϊκοὺς διδασκάλους, ὅπως ὁ ἀεί- μνηστος καθηγητὴς τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπι- στημίου Ἀθηνῶν Κων. Μουρατίδης, ὁ ὁποῖος σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ παρατηρεῖ: «Ἡ ἀλλόκοτος καὶ τερατώδης καὶ καταλυτική της ὀρθοδόξου κανονικῆς τάξεως καὶ Ἱερᾶς Παραδόσεως συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸ Παγκόσμιον Συνοθύλευμα τῶν Αἱρέσεων συνιστᾶ τὴν μεγίστην παγίδα τοῦ Ἀντικειμένου ἐν τῇ ἱστορία τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πρὸς διάβρωσιν καὶ ἀποσύν- θεσιν τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας…Αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ τὸ γεγονὸς τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ συνοθύλευμα τῶν αἱρέσεων τοῦ ΠΣΕ προσκρούει ‘α πριόρι’ καὶ ἐξ’ ἀπόψεως ἀρχῆς εἰς τεράστια καὶ τούτ’ αὐτὸ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια, προερχόμενα ἐξ’ αὐτῆς τῆς φύσεως καὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τῆς μιᾶς, ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας».[2] Ἐπίσης ὁ ὁμότιμος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ πρώτ. π. Θεόδωρος Ζήσης, ἐπισημαίνει; «…Οὔτε ἔπρεπε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ μετάσχουμε, οὔτε τώρα ἀμετανοήτως νὰ συνεχίζουμε νὰ μετέχουμε τοῦ ΠΣΕ καὶ τῶν ἄλλων οἰκουμενιστικῶν θεσμῶν καὶ διαλόγων, γιατί αὐτὴ ἡ συμμετοχὴ μας ἀκυρώνει τὸ Εὐαγγέλιο, προσβάλλει τοὺς μάρτυρες, διαφω- νεῖ μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες, ἀποτελεῖ πρωτοφανῆ καινοτομία στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ εἶναι μέρος τοῦ παιχνιδιοῦ τῆς Βαβυλῶνος τῆς μεγάλης».[3] 
Πέραν αὐτῶν μνημονεύουμε κορυφαῖες πνευματικὲς προσωπικότητες τοῦ 20ου αἰῶνος, ποὺ ἀγωνίστηκαν κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως τὸν ἀείμνηστο Ἀρχιεπί- σκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χρυσόστομο τὸν Β΄ (Χατζησταύρου), ὁ ὁποῖος προέβαλε σθεναρὴ ἀντίσταση στὰ ἰσοπεδωτικὰ ἀνοίγματα τοῦ τότε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὴν προσπάθεια τοῦ τελευταίου, νὰ ἐπιβάλη τετελεσμένα γεγονότα στὴν Β΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου (1963). Τὸν ἀείμνηστο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κυρὸ Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος μὲ συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπέρριψε τὶς προδοτικὲς γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀποφάσεις τοῦ Balamand τo 1993 στὸ Διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Τὸν ἀεὶμνηστο Μητροπολίτη Φλωρίνης κυρό Αὐγουστίνο, μὲ τὴν πολύπλευρη κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δράση του καὶ τὸ μνημειῶδες ἔργο του «Προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως» καὶ τοὺς ἀειμνήστους ὁμολογητὲς Ἱεράρχες Παραμυθίας κυρό Παῦλο καὶ Ἐλευθερουπόλεως κυρό Ἀμβρόσιο, οἱ ὁποῖοι μαζὶ μὲ τὸν πρώην Φλωρίνης κυρό Αὐγουστίνο διέκοψαν γιὰ ἕνα διάστημα τὸ μνημόσυνο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀντικανονικὴ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων. Τὸν Ἀρχ. π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, ἱδρυτὴ τῆς Π.Ο.Ε. καὶ τῆς μαχητικῆς ἐφημερίδος «Ὀρθόδοξος Τύπος» καὶ συγγραφέα τοῦ ἔργου «Ὁ Οἰκουμενισμὸς χωρὶς μάσκα», τὸν Ἀρχ. π. Ἐπιφάνιο Θε- οδωρόπουλο μὲ τὸ ἐξ’ ἴσου σημαντικὸ ἔργο του «Τὰ δύο ἄκρα, Οἰκουμενισμὸς καὶ Ζηλωτισμός», τὸν ἀείμνηστο συγγραφέα καὶ λογοτέχνη Φώτη Κόντογλου, μὲ τὰ εὐστοχώτατα κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἄρθρα του ὅπως το: «Ἀγαπισμὸς καὶ Οἰκουμενιστικοὶ Διάλογοι», τὸν ὁμότιμο καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Στέργιο Σάκκο κ.α. Ἀπὸ τοὺς ἔτι ἐπιζῶντες ἀναφέρουμε τοὺς ἀρχιερεῖς, Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεο, Γόρτυνος καὶ Μεγαλου- πόλεως κ. Ἱερεμία, τὸν ὁμότιμο καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπι- στημίου Ἀθηνῶν πρωτ. π. Γεώργιο Μεταλληνό, συγγραφέα τοῦ ἔργου «Οἱ διάλογοι χωρὶς προσωπεῖο», τὸν κ. Δημήτριο Τσελλεγγίδη, καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς της Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. μὲ τὶς εὐστοχώτατες παρεμβάσεις του στὸ διάτρητο κείμενο τῆς Ραβέννας, τὸν ἀδὶκως ἀφορισθέντα κ. Νικόλαο Σωτηρόπουλο, καθὼς ἐπίσης καὶ μιὰ πλειάδα καθηγουμένων Ἱερῶν Μονῶν, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ μοναζουσῶν τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συγκροτοῦν τὴν λεγόμενη «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν». Στὴν παράταξη κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει ἐπίσης νὰ συγκαταριθμήσουμε τὰ μέλη τῶν Χριστιανικῶν Ἀδελφοτήτων «Σταυρὸς» καὶ «Σωτήρ».
Ἐπισημαίνουμε ἐπίσης τὸ γεγονός, ὅτι τὸν ἀρχικὸ ἐνθουσιασμὸ μεγάλων Ὀρθο- δόξων Θεολόγων, ποὺ ἐκπροσώπησαν τὴν Ὀρθοδοξία στὸ ΠΣΕ, γιὰ τὴν ἐνδεχόμενη δυνατότητα Ὀρθοδόξου μαρτυρίας, ἄρχισε σιγὰ σιγά, νὰ διαδέχεται δισταγμός, ἀπογοήτευσις καὶ ἐπιφυλακτικότης. Ὅσοι ἐξ αὐτῶν ἐτόλμησαν νὰ ἐκφράσουν τὴν διαφωνία τους μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ γραμμὴ τοῦ Φαναρίου, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τοὺς διαλόγους, ἢ παραιτήθηκαν ἀπὸ μόνοι τους. Ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Ἡ παραίτηση τοῦ (καθηγητοῦ) Ἰω. Καρμίρη καὶ ἄλλων καθηγητῶν (Μ. Φαράντος, Στυλ. Παπαδόπουλος κ.α.) ἀπὸ τοὺς διαλόγους, ἀλλὰ καὶ ἡ στάση πολλῶν καθηγητῶν ἀπέναντί τους λέγουν πολλά».[4]  Ὁ καθηγητὴς τῆς Πατρολογίας κ. Στυλ. Παπαδόπουλος (Μοναχός Γεράσιμος) ἐπισημαίνει μὲ ἀπογοήτευση: «Οἱ διάλογοι αὐτονόητοι, ἀναποτελεσματικοὶ καὶ προβληματικοί».[5]   Σὲ ἄλλο σημεῖο τῶν διαπιστώσεών του σχετικὰ μὲ τοὺς διαλόγους παρατηρεῖ: «Δὲν συνέβη μέχρι σήμερα κάποια Ὁμολογία, νὰ ἐγκαταλείψη στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας της ὡς ἀποτέλεσμα τῶν Διαλόγων…Κάποιες ἴσως δευτερεύουσες πρακτικὲς πλευρὲς δυνατὸν νὰ δέχθηκαν οἱ ἑταῖροι μας  νὰ ἀλλάξουν. Ποτὲ στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας τους».[6]  Ὁ καθηγητὴς Παν. Τρεμπέλας τὸ 1971 ἐσχολίαζε: «Ἡ ὑπὸ τοὺς σημερινοὺς ὅρους  συμμετοχὴ μας εἰς τὸ ΠΣΕ εἶναι ὅλως ἀπαράδεκτος. Ἐὰν δὲν ἐξασφαλιστεῖ, καθ’ οὕς ὅρους αὐτὸς ὁ ἅγιος Χαλκηδόνος καθώρισε, τὸ νὰ φέρωσιν αἳ ἐνέργειαι καὶ ἀποφάσεις τοῦ συμβουλίου τούτου ἐμφανῆ οὐχὶ τὴν Προτεσταντικὴν ἀλλὰ τὴν Ὀρθόδοξον σφραγίδα ἐνδείκνυται νὰ ἀποχωρίσωμεν».[7]  Παρόμοιες εἶναι οἱ διαπιστώσεις π. Γεωρ. Μεταλληνού: «Ἀντὶ ἡ Ὀρθοδοξία νὰ ἐπηρεάζει σωτηριολογικὰ τὸν μὴ Ὀρθόδοξο κόσμο, ἐφθάσαμε στὴν ἀποδοχὴ στὴν πράξη τῆς ‘βαπτισματικῆς Θεολογίας’, τῆς ‘Θεολογίας τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν’ (πρβλ. συμφωνίας Balamand 1993), τῆς ‘κοινῆς διακονίας’ τῆς ‘διευρυμένης Ἐκκλησίας’ καὶ τοῦ ‘πολιτιστικοῦ πλουραλισμοῦ’, ὅπως ὀρθότατα ἔχει ἐπισημανθεῖ…Ὁ Οἰκουμενισμὸς σ’ ὅλες τὶς διαστάσεις καὶ ἐκδοχὲς του ἔχει ἀποβεῖ ἀληθινὴ βαβυλώνιος αἰχμαλωσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ὅλων των τοπικῶν ἡγεσιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ποὺ δέχονται ὅμως ἀφόρητη πίεση. Ἡ καύχηση καὶ ὁ αὐτοθαυμασμὸς τῶν οἰκουμενιστῶν μας γιὰ μιὰ δῆθεν νέα ἐποχή, ποὺ ἄνοιξε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς πατριαρχικὲς ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902, 1904, καὶ 1920, δὲν δικαιώνονται, διότι ‘αὐτὸ ποὺ κατορθώθηκε εἶναι νὰ νομιμοποιήσουμε τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ’».[8] Ἀποκαλυπτικὲς ὅσο καὶ ὀδυνηρὲς εἶναι ἐπίσης οἱ διαπιστώσεις τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση: «Ἡ ὑπερπεντηκονταετὴς παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν στὸ ΠΣΕ, μέσα στὴν πανσπερμία, στὸ πλῆθος καὶ στὴν θεολογικὴ ἀναρχία καὶ σύγχυση τῶν Προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν, συνδεόμενη οὕτως ἢ ἄλλως στὴν πράξη, παρὰ τὶς ἀντίθετες διακηρύξεις, μὲ ἐκκλησιολογικὲς παραχωρήσεις, συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρήσεις, δὲν ἦταν δυνατὸν ἀθροιστικὰ καὶ οὐσιαστικὰ νὰ ἔχει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσδοκώμενη καρποφορία. Ἐξαφανιστήκαμε, χαθήκαμε οἱ Ὀρθόδοξοι ἀριθμητικά, δὲν εἴχαμε καμιὰ δυνατότητα μὲ τὸν ἐλάχιστο ἀριθμὸ ψήφων, ποὺ διαθέταμε, νὰ ἐπηρεάσουμε τὶς συζητήσεις καὶ τὶς ἀποφάσεις…Νομιμοποιήσαμε ἐκκλησιολογικὰ μὲ τὴν παρουσία μας τὶς ποικίλες προτεσταντικὲς ὁμάδες καὶ παραφυάδες ὡς «ἐκκλησίες», καὶ ὁδηγήσαμε σὲ εὐτελισμὸ καὶ ξεγύμνωμα τὴν ‘νύμφην Χριστοῦ’, ὑπὲρ τῆς ὁποίας ὁ Χριστὸς ἔχυσε τὸ πανάγιον αὐτοῦ αἷμα, τὴν ἐδόξασε καὶ τὴν λάμπρυνε ὑπὲρ τὸν ἥλιον».[9]  Σχετικὰ μὲ τὸν μακαριστὸ καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. πρωτ. π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, τὸν ὁποῖον μνημονεύει στὸν κατάλογο τῶν ὀνομάτων, ποὺ παραθέτει ὁ π. Γεώργιος, σημειώνουμε, ὅτι ἐπειδὴ ἄσκησε ἔντονη κριτικὴ στὶς προδοτικὲς γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀποφάσεις τοῦ Balamand, ἐπιτιμήθηκε αὐστηρὰ ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἀπειλήθηκε ἐμμέσως, πλὴν σαφῶς, μὲ καθαίρεση.
Ἐπίσης ὁ π. Γεώργιος κάνει λόγον γιὰ «μιὰ συνειδητὴ συμμετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σὲ ἕνα διάλογο, ὁ ὁποῖος στοχεύει στὴν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν, στὴν ἄμβλυνση τῶν θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιολογικῶν διαφορῶν τους καὶ στὴν προώθηση τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητος». Ποιὰ ὅμως προσέγγιση ἔγινε ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, δηλαδὴ μετὰ ἀπὸ 65 χρόνια ἐπισήμου Διαλόγου; Ποιὰ πρόοδος ἐπιτεὺ- χθηκε, ἐπ’ ὠφελεία τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ὀρθοδοξίας; Μπορεῖ νὰ μᾶς ἀναφέρει ἔστω καὶ μία ἀπὸ τὶς πολυάριθμες ὁμάδες τοῦ ΠΣΕ, ἢ ἔστω καὶ ἕνα πρόσωπο, πού συμμετέχει σ’ αὐτό, νὰ ἀσπάστηκε τὴν Ὀρθοδοξία; Δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα τέτοιο παράδειγμα λόγω τῶν σχετικῶν δεσμευτικῶν ἀποφάσεων τοῦ ΠΣΕ.[10]  Ἐπίσης πιστεύει, ὅτι ἡ προσέγγιση μεταξύ των Χριστιανῶν καὶ ἡ προώθηση τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητος μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῆ μὲ τὴν «ἄμβλυνση τῶν θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιολογικῶν διαφορῶν», δηλαδὴ μὲ ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις στὰ δόγματα τῆς πίστεως. Ἡ ἀντίληψη αὐτή, εὐρύτατα διαδεδομένη μεταξύ των οἰκουμενιστῶν, ποὺ ἀπηχεῖ οὐσιαστικὰ τὴν αἱρετικὴ οἰκουμενιστικὴ θεωρία τοῦ Δογματικοῦ Μινιμαλισμοῦ, εἶναι πέρα γιὰ πέρα ξένη πρὸς τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τὴν ἐκκλησιαστική της αὐτοσυνειδησία, ὅτι αὐτὴ καὶ μόνη ἀποτελεῖ τὴν Μία Ἁγία, Καθολική, καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, κατέχουσα πάσαν τὴν ἀλήθειαν. Ἑπομένως δὲν εἶναι δυνατόν, νὰ δεχθῆ κανένα συμβιβασμὸ καὶ ὑποχώρηση, δηλαδὴ ἀθέτηση στὰ δόγματα τῆς πίστεώς της. Ἡ οἰκουμενιστικοῦ τύπου ἑνότητα, τὴν ὁποία ὁραματίζεται ὁ π. Γεώργιος, εἶναι μιὰ ἐπιφανειακὴ, ἐπικοινωνιακού, μᾶλλον οὐμανιστικοῦ, χαρακτῆρος ἑνότητα, ποὺ δὲν θὰ εἶναι πραγματικὴ ἐν ἀληθεία ἑνότητα στὴν Ὀρθόδοξο πίστη, ἀλλὰ συγκόλληση ἑτεροκλήτων στοιχείων, ποὺ μὲ τοὺς πρώτους κραδασμοὺς θὰ διαλυθοῦν εἰς τὰ ἐξ’ ὧν συνετέθησαν.
Στὴ συνέχεια ὁ π. Γεώργιος παρουσιάζει μία ἄγνωστη «πτυχὴ τῆς σχέσεως τῆς (Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος) πρὸς τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, μάλιστα δὲ πρὸς τὸ ΠΣΕ. Ἐκείνη ποὺ ἀφορᾶ στὴν Διακονία καὶ τὴν κοινωνικὴ πρόνοια». Κάνει λόγο γιὰ τὴν «ἀνάπτυξη τῆς πτηνοτροφίας στὴν Ἤπειρο», γιὰ τὴν «γεωργική, κτηνοτροφική, μελισσοκομικὴ ἀνάπτυξη τῶν Κυθήρων καὶ ποικίλλα προγράμματα τουριστικῆς ἀναπτύξεως, ὁδοποιίας, ἀναδασώσεως, ὑδρεύσεως καὶ ἠλεκτροδοτήσεως πολλῶν χωριῶν τοῦ νησιοῦ αὐτοῦ», τὰ ὁποῖα «ὑλοποίηθηκαν ἀπὸ κλιμάκιο τοῦ ΠΣΕ…», ἐπίσης γιὰ τὰ «δύο τυπογραφεῖα τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐπὶ ἀρχιεπισκοπείας Σπυρίδωνος τὸ 1951 καὶ Σεραφεὶμ τὸ 1981», τὰ ὁποῖα «εἶχαν συσταθεῖ μὲ τὴν συνδρομὴ τοῦ ΠΣΕ» κ.λ.π. Γενικῶς παρουσιάζει μιὰ «περίληψη τοῦ τεράστιου ποιμαντικοῦ, κοινωνικοῦ, ἀναπτυξιακοῦ καὶ ἀνθρωπιστικοῦ ἔργου, τὸ ὁποῖο πραγ- ματώθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σὲ συνεργασία μὲ τὸ ΠΣΕ». Τὸ ὅτι πράγματι ἔγιναν ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ ἀμφισβητοῦμε. Ὅμως δὲν ἀγνοοῦμε ἐπίσης τὸν δόλιο προσηλυτισμὸ καὶ τὴν προπαγάνδα ποὺ ἄσκησαν ἐδῶ καὶ αἰῶνες τώρα στὴν Ἑλλάδα καὶ συνεχίζουν νὰ ἀσκοῦν μέχρι σήμερα οἱ Προτεσταντικὲς Ὁμολογίες, ποὺ σήμερα ἀποτελοῦν μέλη τοῦ ΠΣΕ.
Ὁ Προτεσταντισμὸς διὰ τοῦ ΠΣΕ προσέφερε μὲν ὑλικὴ βοήθεια, ὁδήγησε ὅμως στὴν ἀπώλεια μέσω τοῦ προσηλυτισμοῦ πλεῖστες ὅσες ψυχές, ἐκμεταλλευόμενη τὴν ἀνέχεια καὶ τὴν φτώχεια τοῦ λαοῦ μας. Σὲ τί ὠφελοῦν ὅμως τὰ ἔργα κοινωνικῆς ἀναπτύξεως καὶ φιλανθρωπικῆς προνοίας, ὅταν τὸ πνευματικὸ κόστος αὐτῶν τῶν ἔργων εἶναι ἡ ἀπώλεια ψυχῶν, γιὰ τὶς ὁποῖες ὁ Χριστὸς ἔχυσε τὸ αἷμα του; Σὲ τί θὰ ὠφελοῦσε τὸν ἑλληνικὸ λαό, ἀν μὲ παρόμοια ἔργα γινόταν ἡ πιὸ πλούσια χώρα τῆς Εὐρώπης, ἔχανε ὅμως τὴν Ὀρθόδοξη πίστη του καὶ ἄρα καὶ τὴν σωτηρία του καὶ μεταβαλλόταν σὲ χώρα, ὅπου θὰ κυριαρχοῦσε ὁ Προτεσταντισμός; «Τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδίση τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ  ζημιωθῆ;» (Ματ. 16,26). Ποιᾶς μορφῆς κοινωνία καὶ συνεργασία μπορεῖ νὰ ὑπάρξη μεταξύ τοῦ φωτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ σκότους τῆς αἱρέσεως; Καμμία ἀσφαλῶς, καθὼς μᾶς βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶ ἀνομία; Τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» (Β΄Κορ.6,14). Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας οὐδέποτε διενοήθησαν, νὰ καθιερώσουν ὁποιασδήποτε μορ- φῆς συνεργασία μὲ τοὺς αἱρετικούς, προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν κάποια ὑλικὰ ὀφέλη, ἀφοῦ μετὰ τὸν ἀφορισμό τους καὶ τὴν συνοδικὴ ἀποκοπή τους ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶχαν πλέον καμμία ἐπικοινωνία μαζί τους. Ἑπομένως ἡ «χέρι-χέρι συνεργασία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὸ ΠΣΕ, ὅπως καὶ μὲ ἄλλους φορεῖς τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως» δὲν δικαιώνεται οὔτε ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, οὔτε ἀπὸ τὴν Πατερική μας Παράδοση. Καὶ μόνον τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ π. Γεώργιος κρίνει τὴν σχέση τοῦ ΠΣΕ μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μὲ κοινωνικὰ  καὶ ὄχι μὲ ἐκκλησιολογικὰ κριτήρια, ὅπως βέβαια θὰ ἔπρεπε, δείχνει τὴν χρεοκοπία τοῦ ΠΣΕ καὶ τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων καὶ τὴν ἀδυναμία του, νὰ ἐπιτύχει τοὺς σκοποὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ἱδρύθηκε.
Ἐκ του Γραφείου Αἱρέσεων και Παραθρησκειῶν
 Ὁ Ὑπεύθυνος   Ἀρχ. Παῦλος Δημητρακόπουλος
Ὁ Γραμματέας  Λάμπρος Σκόντζος


[1] Αρχ. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου, Ο Οικουμενισμός χωρίς μάσκα, Εκδ. «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1995, σελ. 107-108.
[2] Κων. Μουρατίδου, Καθηγητού Θεολ. Σχολής  Πανεπιστημίου Αθηνών, Οικουμενική Κίνησις, Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας, Εκδ. «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1972, σ. 18-19.
[3] Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, ομοτίμου καθ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Δικαιολογείται η συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π.Σ.Ε.;, Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, Οικουμενισμός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Εκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2008, Τομ. Α΄, σελ. 490.
[4] Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Οικουμενικό Πατριαρχείο και Οικουμενισμός, Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Οικουμενισμός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Τομ. Α΄, Εκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008,σελ . 245-246
[5] Παρά Γεωρ. Μεταλληνώ, Οικουμενικό Πατριαρχείο …ο.π. σελ. 247,  υποσημείωση 65.
[6] Παρά Ιω. Κορναράκη, Ο μύθος της Ορθοδόξου μαρτυρίας εις τους διαλόγους με αλλοδόξους, εφήμ. «Ορθ. Τύπος» , φ. 1670, 22.12.2006.
[7] Παν. Τρεμπέλα, Επί της Οικουμενικής κινήσεως και των θεολογικών διαλόγων ημιεπίσημα έγγραφα, εκδ. Αδελφότητος Θεολόγων «ο Σωτήρ», Αθήναι 1972, σελ. 46.
[8] Πρωτ. Γεωρ. Μεταλληνού, Οικουμενικό Πατριαρχείο…ο.π. σελ. 248-249
[9] Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, Ομοτίμου Καθ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Τα όρια της Εκκλησίας Οικουμενισμός και Παπισμός, Εκδ. «Τέρτιος», Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 74-75
[10] Βλέπε το κείμενο της Γ΄ Γενικής Συνελεύσεως του ΠΣΕ στο Νέο Δελχί το 1961, που καταδικάζει τον προσηλυτισμό μεταξύ των «Εκκλησιών»-μελών του ΠΣΕ: «Christian Witness, Proselytism and Religious Liberty in the Setting of the World Council of Churches».

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...
ΜΠΡΑΒΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑΣ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ!

«Γνωσιοθρησκειολογία ή όντοθεολογία



Η εισήγηση του κ. Ιωάννη Κουρεμπελέ, Αναπληρωτή Καθηγητή Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας, Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ., με θέμα:
«Γνωσιοθρησκειολογία ή όντοθεολογία ως τωόντι γνώση και παιδεία;», η οποία έγινε στο Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο για το Μάθημα των Θρησκευτικών που διοργάνωσε το Εργαστήριο Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, υπό την Αιγίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, στην Αίθουσα Τελετών του Α.Π.Θ. και στην Αίθουσα Εκδηλώσεων της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, στις 11 – 12 Μαρτίου 2013 με θέμα: Το Μάθημα των Θρησκευτικών: Προβληματισμοί – Επισημάνσεις – Προτάσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Παραινέσεις του Μεγάλου Φωτίου προς ασχημονούντες βουλευτές Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου




Παραινέσεις του Μεγάλου Φωτίου  προς ασχημονούντες βουλευτές
            Θλίψη, αγανάκτηση, έως και αποστροφή προκαλούν συμπεριφορές εντός του Κοινοβουλίου ορισμένων βουλευτών, νέων, ως επί το πλείστον, κατά την ηλικία. Επιδεικνύουν έναν απύθμενο εγωισμό, που τους οδηγεί στην αλαζονεία και στον αυταρχισμό, αλλά και σε απαξιωτικούς σε βάρος των συνομιλητών τους χαρακτηρισμούς. Όλα αυτά δεν δείχνουν μόνο άγνοια ή/και περιφρόνηση του χώρου στον οποίο βρίσκονται, καθώς και των Αξιών της Δημοκρατίας, αλλά και έλλειψη αγωγής.
            Για τη σωστή συμπεριφορά των αρχόντων έγραψε ο Μέγας Φώτιος, τον 9ο αιώνα. Από τις παραινέσεις του επιλέγουμε ορισμένες, για όσους αποκτούν θέση εξουσίας στη δημόσια ζωή:
- Να απέχουν από κάθε αισχρολογία.
- Να αποστρέφονται τα φιλοκατήγορα και συκοφαντικά λόγια.
- Όσο υπερέχουν στην εξουσία, τόσο να υπερέχουν και στην αρετή. Εκείνος που πράττει το αντίθετο, επιτελεί τρία κάκιστα πράγματα: Καταστρέφει τον ίδιο του τον εαυτό, παρακινεί αυτούς που βλέπουν τη συμπεριφορά του να τον μιμηθούν και κάνει κακό εν γένει στην εξουσία, γιατί στο πρόσωπό του αυτή θίγεται.
- Να σκέφτονται πριν πάρουν εξουσία στα χέρια τους αν πρώτα μπορούν να κυβερνήσουν τον εαυτό τους. Διότι όταν οι πολίτες δουν τον ηγέτη τους να ελέγχει τα πάθη του και να είναι κυρίαρχος των ηδονών, τότε και αυτοί τον ακολουθούν. Αν όμως τον δουν να είναι υπόδουλος της ηδονής και των παθών, θα θεωρήσουν ανυπόφορο να τον υπακούουν.
- Να προσέχουν στη συμπεριφορά τους. Ο τρόπος και η συμπεριφορά των αρχόντων γίνεται νόμος στους υπηκόους τους. Γι' αυτό πρέπει να είναι υποδείγματα αρετής.
- Να μη θυμώνουν. Ο θυμός είναι αλλοτρίωση των φρενών και τυφλό πάθος, που δεν βοηθάει να διακρίνει το σωστό ο κατέχων την εξουσία.
- Να έχουν ορθή κρίση και να μην αστοχούν στην κρίση τους, για να μην αδικήσουν.
- Να μην υβρίζουν. Οι ύβρεις είναι χειρότερες από το μαστίγωμα που πληγώνει.
- Να μην είναι αυθάδεις, γιατί ζημιώνουν τους εαυτούς τους και προκαλούν έξαρση των παθών στους άλλους.
- Ο κάθε άρχοντας να είναι φίλος της πραότητας, αδέκαστος στην απονομή του δικαίου, οκνηρός στην τιμωρία, ανώτερος της υπεροψίας, περιφρονητής του πλούτου, ασυνθηκολόγητος με το ψεύδος, αυτοκράτορας στη γλώσσα, υπογραμμός και, γενικά, υπόδειγμα αρετής.
Αν καθρεφτιστούν οι βουλευτές μας και όσοι κατέχουν την όποια εξουσία στις παραινέσεις του Μεγάλου Φωτίου και κοιτάξουν στον καθρέπτη της ψυχής  τους, θα διαπιστώσουν τις ελλείψεις τους και  τότε μπορεί να ομολογήσουν πως η εξουσία για να είναι εχέγγυο της ελευθερίας θέλει τόλμη και κυρίως αρετή από όσους την ασκούν.-